- θεοκτόνος
- -ο (AM θεοκτόνος, -ον)αυτός που φονεύει ή φόνευσε τον θεό («τῶν θεοκτόνων ὁ ἑσμός, Ἰουδαίων ἔθνος τὸ ἄνομον»).[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -κτονος (< κτείνω), πρβλ. θηριο-κτόνος, τυραννο-κτόνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Peuple déicide — Ne doit pas être confondu avec Deicide. Le peuple déicide est une expression chrétienne désignant autrefois le peuple juif, en opposition avec le peuple de Dieu, qui est le nom donné à l Église. Le terme de « déicide » signifie le … Wikipédia en Français
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεοκτονία — η (Α θεοκτονία) [θεοκτόνος) ο φόνος τού θεού νεοελλ. η σταύρωση τού Χριστού από τους Ιουδαίους … Dictionary of Greek
ԱՍՏՈՒԱԾԱՍՊԱՆ — (ի, ից.) NBH 1 0329 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 10c, 13c ա. θεοκτόνος, κυρικτόνος qui deum interfecit, domini interfector Սպանօղ Քրիստոսի Աստուծոյ մերոյ. խաչահանու. տիրասպան. Հաղորդակից է աստուածասպանիցն, եւ որոց զառաքելսն տեառն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)